Η ιδέα της Μαρίας Κυριάκου είναι γοητευτική και θεατρικά γόνιμη. Ένιωσα θετική προδιάθεση και μόνο εξαιτίας της επιλογής της λογοτεχνικής βάσης. Η «Μadame Βovary» του Flaubert, μαζί με το «Κόκκινο και Μαύρο» του Στεντάλ, είναι τα αγαπημένα της μακρινής μου εφηβείας. Εξάλλου, από τότε που γράφτηκε το μυθιστόρημα, η ηρωίδα του Έμμα Μποβαρύ υπήρξε, σε πολλές κοινωνίες και δεκαετίες, σημείο αναφοράς όταν οι συζητήσεις άγγιζαν το δικαίωμα της γυναίκας για την κοινωνική ελευθερία, για την ηθική απενοχοποίηση, για τα «εγκλήματα καρδιάς».
Έτσι, η ιδέα να χρησιμοποιηθεί η κλασική μορφή της Έμμας Μποβαρύ για τον παραλληλισμό με μια σύγχρονη γυναίκα, την Β. εντάσσεται στην πλούσια μετακειμενική παράδοση γύρω από το φλομπερικό έργο. Ταυτόχρονα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η θεατρική διασκευή της Μαρίας Κυριάκου γίνεται από σύγχρονη και σε τέτοιο βαθμό προσωπική οπτική γωνιά, που μπορεί να θεωρηθεί όχι απλή χρήση της κλασικής μορφής, αλλά ερμηνεία της.
Αυτό το ερμηνευτικό ύφος αντιλαμβάνεται και υιοθετεί η ηθοποιός Άντρη Ευμίδου. Η δική της Μποβαρύ είναι ιδωμένη από τη δική μας εποχή, η δική της ερμηνεία περιέχει κρίση, ειρωνεία, συμπάθεια. Το τρίγωνο των ανδρών της Έμμας, ο Δημητρης Κωνσταντίνου, ο Κώστας Συλβέστρου, ο Αντρέας Χατζηγεωργίου, προσπαθούν (επιτυχώς) να συντονιστούν με την Άντρη Ευμίδου, αλλά είναι φανερό ότι η Μαρία Κυριάκου (σε ρόλο σκηνοθέτη) ενδιαφέρεται περισσότερο για τις γυναικείες μορφές.
Η δομή της παράστασης βασίζεται στον άξονα της σύγκρισης / αντίθεσης των δύο γυναικών και των δύο εποχών. Η Μαρία Κυριάκου προαναγγέλλει αυτή τη δομή στον τίτλο, παντρεύοντας το όνομα της Έμμας και της Β.(= Μadame Β) και συνεχίζοντας-«Δύο γυναίκες. Δύο διαφορετικές εποχές».
Η σύγχρονη γυναίκα, η Β (Μπι), έχει το δικό της σκηνικό χώρο και χρόνο. Ο χώρος-περιορισμένος, πολυθρόνα μπροστά στον αόρατο ψυχαναλυτή. Ο χρόνος-επίσης περιορισμένος, το ρολόι στον τοίχο μετράει τη δική της ώρα, και όχι της Έμμας.
Η Μαρία Καυκαρίδου παίζει σε πολύ διαφορετική μανιέρα από την Άντρη Ευμίδου. Οι όροι αντιστρέφονται. η Έμμα χάνεται στη ζάλη των πράξεών της και της κοινωνικής καταδίκης, αλλά τολμά, ζει, κλέβει την ελευθερία. Η σημερινή της «ανάλογος» δεν τολμά να σπάσει τη φυλακή του γάμου της. Η φαινομενικά πετυχημένη ζωή, οι δήθεν καλές σχέσεις με τον άνδρα της, οι δήθεν ικανοποίηση με τη δήθεν «καλή ζωή» που έχει, δημιουργούν κάτι σαν «σιδηρούν προσωπείο», όπου μόνο τα μάτια εκφράζουν την απελπισία. Η Μαρία Καυκαρίδου, περιορισμένη στη χρήση εκφραστικών μέσων, καταφέρνει να παίξει την απόγνωση της ηρωίδας της χωρίς υπερβολές, χωρίς δραματισμούς, «ξεπαγώνοντας» τον εαυτό της σιγά σιγά.
Αυτό που δεν πέτυχε στην παράσταση, κατά την άποψή μου, είναι το εύρημα των, ας τα ονομάσουμε, σιωπηλών επιβραδύνσεων.
Τέτοιες στιγμές έχουν και οι δύο τομείς της παράστασης. Η Έμμα χορεύει ερωτικά με τους εραστές της σιωπηλά και αργά, εκφράζει την απόγνωσή της βγάζοντας τα ρούχα της σιωπηλά και αργά, η Β. αφήνεται σε ερωτικές φαντασιώσεις, σιωπηλά και αργά...
Πιστεύω, χρειάζεται υποκριτική προσωπικότητα με πολύ μεγάλο εκτόπισμα για να μπορεί να κρατάει τέτοια σόλο, χωρίς να προκαλεί χαλάρωση ρυθμού, όπως και μείωση συγκέντρωσης εκ μέρος του κοινού. Εξάλλου, στη μικρή διάρκεια της παράστασης, ο χρόνος που αφιερώνεται σ’ αυτά τα σιωπηλά σόλο και ντουέτα, είναι υπερβολικός.
No comments:
Post a Comment